Η ταχέως αναπτυσσόμενη βιομηχανία της νευροτεχνολογίας βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης, όχι για τα εντυπωσιακά της επιτεύγματα, αλλά για τις πρακτικές συλλογής και εκμετάλλευσης εγκεφαλικών δεδομένων των χρηστών. Τρεις Αμερικανοί Γερουσιαστές, οι Chuck Schumer, Maria Cantwell και Ed Markey, απέστειλαν επίσημη επιστολή στην Ομοσπονδιακή Επιτροπή Εμπορίου (FTC), ζητώντας να ερευνηθεί άμεσα το πώς οι εταιρείες που αναπτύσσουν συσκευές BCI (Brain-Computer Interfaces) διαχειρίζονται τα «νευρικά» δεδομένα των καταναλωτών.
Το κύριο πρόβλημα αφορά τις εταιρείες που διαθέτουν τις BCI συσκευές τους ως εργαλεία “ευεξίας” και όχι ως ιατρικές συσκευές. Έτσι αποφεύγουν την αυστηρή ρύθμιση που ισχύει για τα προϊόντα που εμπίπτουν στο HIPAA. Αν και προβάλλονται ως μέσα βελτίωσης του ύπνου ή της διαχείρισης άγχους, πολλές από αυτές τις συσκευές συλλέγουν και επεξεργάζονται εγκεφαλικά δεδομένα χωρίς τη ρητή συναίνεση του χρήστη — ή χωρίς να παρέχουν δικαίωμα ανάκλησης ή διαγραφής.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα του Neurorights Foundation, 29 από τις 30 μεγάλες εταιρείες του χώρου μπορούν να συλλέγουν εγκεφαλικά δεδομένα χωρίς περιορισμούς. Μόλις οι μισές επιτρέπουν την ανάκληση συγκατάθεσης, ενώ λιγότερες από τις μισές δίνουν τη δυνατότητα διαγραφής των δεδομένων.
Οι γερουσιαστές καλούν την FTC να καθιερώσει νέες υποχρεώσεις διαφάνειας, να επεκτείνει τις ρυθμίσεις προστασίας προσωπικών δεδομένων ώστε να περιλαμβάνουν και τα νευρικά δεδομένα, και να θέσει σαφείς κανόνες για τη συλλογή και πώλησή τους. Η παρέμβασή τους στοχεύει να προστατεύσει τους καταναλωτές από μία τεχνολογία που, ενώ υπόσχεται βελτίωση της ζωής, ενδέχεται να παραβιάζει τις πιο προσωπικές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης.